Βρίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raugėjimas, atryti, atsirūgti, Izvirt, Atraugas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρίζω
βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βρίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βρέχω στα λιθουανικά - lietus, lietaus, kritulių, rain, lyti
- βρήκα στα λιθουανικά - lieti, rasti, nustatyta, rasta, nustatė
- βρίθω στα λιθουανικά - gausu, pertekę, apstu, pertekliumi, su pertekliumi
- βρίσκομαι στα λιθουανικά - berilis, būti, egzistuoti, gyventi, esu, am
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: raugėjimas, atryti, atsirūgti, Izvirt, Atraugas
Μεταφράσεις: raugėjimas, atryti, atsirūgti, Izvirt, Atraugas