Βρίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geğirme, belch, geğirmek, fışkırmak, püskürtmek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρίζω
βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βρίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βρέχω στα τούρκικα - ıslatmak, yağmur, rain, yağmurlu, yağmuru
- βρήκα στα τούρκικα - kurmak, bulundu, buldu, bulunamadı, buldu Google Çevirisi
- βρίθω στα τούρκικα - boldur, bol, abound
- βρίσκομαι στα τούρκικα - olmak, yaşamak, duyuyorum, ben, değilim, olduğumu, benim
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: geğirme, belch, geğirmek, fışkırmak, püskürtmek
Μεταφράσεις: geğirme, belch, geğirmek, fışkırmak, püskürtmek