Βρίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húðskamma, skamma, Belch
Βρίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίζω

βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βρίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βρέχω στα ισλανδικά - rigning, rigningin, regn, rignir, rigningu
  • βρήκα στα ισλανδικά - grundvalla, fann, fannst, finna, fundið, að finna
  • βρίθω στα ισλανδικά - miklu mæli, í miklu mæli, magnast, auðugir, abound
  • βρίσκομαι στα ισλανδικά - vera, liggja, am, er, ég, hef
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: húðskamma, skamma, Belch