Βρίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insultar, abusar, injuriar, abuso, arroto, arrotar, belch, arrote, arrota
Βρίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίζω

βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βρίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βρέχω στα πορτογαλικά - chuva, a chuva, chuvas, de chuva, da chuva
  • βρήκα στα πορτογαλικά - encontrado, fundar, instalar, sujo, estabelecer, encontrados, acharam, ...
  • βρίθω στα πορτογαλικά - abundar, abundam, são abundantes, abundantes, abound
  • βρίσκομαι στα πορτογαλικά - viver, ser, ficar, estar, existir, haver, sou, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: insultar, abusar, injuriar, abuso, arroto, arrotar, belch, arrote, arrota