Βρίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зловживати, зловживання, телячий, надуживати, відрижка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρίζω
βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βρίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βρέχω στα ουκρανικά - змочувати, зросіть, змочити, промочити, мочити, дощ, сильний, ...
- βρήκα στα ουκρανικά - опиратися, знайдений, ллючи, закладати, заснувати, знайдена, віднайдений, ...
- βρίθω στα ουκρανικά - розливати, родити, кишіти, спорожняти, буяти, рясніти, ряснітиме, ...
- βρίσκομαι στα ουκρανικά - нагоду, спроможність, наступити, побувати, встати, Я
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зловживати, зловживання, телячий, надуживати, відрижка
Μεταφράσεις: зловживати, зловживання, телячий, надуживати, відрижка