Δεσποτικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тиран, самодържец, майсторски, майсторско, майсторското, майсторска, майсторската
Δεσποτικός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσποτικός

δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δεσποτικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δεσμός στα βουλγαρικά - роман, връзка, облигация, облигации
  • δεσποινίς στα βουλγαρικά - французка гувернантка, мадмоазел, на мадмоазел, госпожица, госпожице
  • δεσπόζω στα βουλγαρικά - превъзхождам, надвишавам, превишавам, преливат, издигам се над
  • δευτερεύων στα βουλγαρικά - вторичен, вторично, вторична, средното, вторичния
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тиран, самодържец, майсторски, майсторско, майсторското, майсторска, майсторската