Δεσποτικός στα δανικά
Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
despot, tyran, mesterlige, mesterlig, mesterligt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσποτικός
δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας δανικά, δεσποτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- δεσμός στα δανικά - affære, bånd, anliggende, sag, ting, obligation, binding, ...
- δεσποινίς στα δανικά - pige, frøken, mademoiselle, Frøken, til Mademoiselle
- δεσπόζω στα δανικά - overtop, ovenpå
- δευτερεύων στα δανικά - sekundær, sekundære, sekundært, afledte, den afledte
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: despot, tyran, mesterlige, mesterlig, mesterligt
Μεταφράσεις: despot, tyran, mesterlige, mesterlig, mesterligt