Δεσποτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magistral, mestre, masterful, de mestre, maestria
Δεσποτικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσποτικός

δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δεσποτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεσμός στα πορτογαλικά - causa, adesão, negócio, coisa, ligação, caso, questão, ...
  • δεσποινίς στα πορτογαλικά - rapariga, faltar, trair, falta, falhar, moça, garota, ...
  • δεσπόζω στα πορτογαλικά - avassalar, domiciliar, dominar, elevar-se de, overtop, sobrelevar em altura, levar a melhor sobre
  • δευτερεύων στα πορτογαλικά - secundário, acessório, segunda, secundária, secundários, derivado, secundárias
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: magistral, mestre, masterful, de mestre, maestria