Δεσποτικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маестрално, маестрална, мајсторски, маестрално дело, маестралната
Δεσποτικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσποτικός

δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δεσποτικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • δεσμός στα σλαβομακεδονικά - врска, обврзници, обврзницата, обврзница, обврзниците
  • δεσποινίς στα σλαβομακεδονικά - девојката, Госпоѓица
  • δεσπόζω στα σλαβομακεδονικά - надвишавам
  • δευτερεύων στα σλαβομακεδονικά - средно, средните, секундарна, средното, секундарни
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: маестрално, маестрална, мајсторски, маестрално дело, маестралната