Διαπιστεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приписвам, акредитирам, потвърждавам, утвърждавам, признавам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω
διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπιστεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαπερατότητα στα βουλγαρικά - пропускливост, пропускливостта, проницаемост, пермеабилитет, пропускливостта на
- διαπερνώ στα βουλγαρικά - проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне
- διαπιστώνω στα βουλγαρικά - забележка, бележка, нота, внимание, за сведение
- διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά - пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: приписвам, акредитирам, потвърждавам, утвърждавам, признавам
Μεταφράσεις: приписвам, акредитирам, потвърждавам, утвърждавам, признавам