Διαπιστεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akredituoti, akredituoja, pripažinti, akredituotų
Διαπιστεύω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω

διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαπιστεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διαπερατότητα στα λιθουανικά - pralaidumas, laidumas, pralaidumą, pralaidumo, skvarba
  • διαπερνώ στα λιθουανικά - skverbtis, prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, įsiskverbti į
  • διαπιστώνω στα λιθουανικά - pastaba, pastabą, pastaboje, pažyma, užrašas
  • διαπληκτίζομαι στα λιθουανικά - ginčas, ginčytis, skandalas, kivirčas, vaidas, teigia, teigti
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: akredituoti, akredituoja, pripažinti, akredituotų