Διαπιστεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акредитира, акредитираат, акредитација, го акредитира, ги акредитираат
Διαπιστεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω

διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διαπιστεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διαπερατότητα στα σλαβομακεδονικά - пропустливост, пермеабилност, пропустливоста, мекоста, пропустливост на
  • διαπερνώ στα σλαβομακεδονικά - проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат
  • διαπιστώνω στα σλαβομακεδονικά - Забелешка, белешка, нота, белешката, предвид
  • διαπληκτίζομαι στα σλαβομακεδονικά - се расправаат, тврдат, расправаат, тврди, велат
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: акредитира, акредитираат, акредитација, го акредитира, ги акредитираат