Διαπιστεύω στα δανικά

Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
akkreditere, godkende, godkender, akkrediterer, godkende et
Διαπιστεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω

διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας δανικά, διαπιστεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαπερατότητα στα δανικά - permeabilitet, permeabiliteten, gennemtrængelighed, gennemtrængeligheden
  • διαπερνώ στα δανικά - trænge, trænge ind, trænger, trænge igennem, gennemtrænge
  • διαπιστώνω στα δανικά - oprette, note, notat, efterretning, til efterretning, bemærkning
  • διαπληκτίζομαι στα δανικά - drøfte, skænderi, mundhuggeri, argumentere, diskutere, hævder, hævde
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: akkreditere, godkende, godkender, akkrediterer, godkende et