Διαπιστεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atfetmek, akredite, akreditasyon, akredite eden, akreditasyonu
Διαπιστεύω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω

διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαπιστεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαπερατότητα στα τούρκικα - geçirgenlik, geçirgenliği, permeabilite, geçirgenliğinin
  • διαπερνώ στα τούρκικα - nüfuz, penetre, nüfuz eder
  • διαπιστώνω στα τούρκικα - kurmak, not, notu, DİPNOT, nota, note
  • διαπληκτίζομαι στα τούρκικα - kavga, tartışmak, iddia, savunuyorlar, ileri, tartışmaya
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: atfetmek, akredite, akreditasyon, akredite eden, akreditasyonu