Διαπιστεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαπιστεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acredite, acreditar, credenciar, acreditação, acreditarão, acreditação de
Διαπιστεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπιστεύω

διαπιστεύω προταση, διαπιστεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαπιστεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαπερατότητα στα πορτογαλικά - permeabilidade, a permeabilidade, permeabilidade ao, da permeabilidade, de permeabilidade
  • διαπερνώ στα πορτογαλικά - penetre, pendente, penetrar, penetram, penetração, penetra
  • διαπιστώνω στα πορτογαλικά - essencial, instalar, estabelecer, domiciliar, estabeleça, verificar, fundar, ...
  • διαπληκτίζομαι στα πορτογαλικά - porfiar, arguir, argumentar, contender, disputa, altercar, discuta, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπιστεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acredite, acreditar, credenciar, acreditação, acreditarão, acreditação de