Διασπώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διασπώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разцепвам, разкъсвам, Rive, Рив
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασπώ
διασπώ συνώνυμα, διασπώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διασπώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διασπείρω στα βουλγαρικά - разпространение, разнообразявам, вмъквате, обсипвам, разпръсквам, осейвам
- διασπορά στα βουλγαρικά - дисперсия, дисперсията, разпръскване, на дисперсията
- διαστέλλω στα βουλγαρικά - разширявам, разпростирам се, разширяват, се разширяват, разширят
- διασταλτός στα βουλγαρικά - разширяем
Τυχαίες λέξεις
Διασπώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разцепвам, разкъсвам, Rive, Рив
Μεταφράσεις: разцепвам, разкъсвам, Rive, Рив