Διασπώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διασπώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расколвацца, расколваецца
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασπώ
διασπώ συνώνυμα, διασπώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διασπώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διασπείρω στα λευκορωσικά - перасыпаць
- διασπορά στα λευκορωσικά - дысперсія
- διαστέλλω στα λευκορωσικά - распаўсюджвацца, пашырацца
- διασταλτός στα λευκορωσικά - расцяжымасцю, расцяжымасць, расцяжнай, расцяжымасці, расцяжнасць
Τυχαίες λέξεις
Διασπώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: расколвацца, расколваецца
Μεταφράσεις: расколвацца, расколваецца