Διασπώ στα εσθονικά
Μετάφραση: διασπώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασπώ
διασπώ συνώνυμα, διασπώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, διασπώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διασπείρω στα εσθονικά - levitama, levima, hajutama, Lomittaa, Jaotada jnk, Jaotada jnk vahele, Jaotada jnk hulka, ...
- διασπορά στα εσθονικά - hajutamine, dispersioon, hajutatus, dispersiooni, hajutamist, dispersioonis
- διαστέλλω στα εσθονικά - laiendama, paisuma, laienema, laienevad, dilatatsiooni, laiendage
- διασταλτός στα εσθονικά - dilatable
Τυχαίες λέξεις
Διασπώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rive
Μεταφράσεις: rive