Διαφοροποιώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диференцират, диференцира, диференциране, разграничат, разграничи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαφοροποιώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα βουλγαρικά - различно, различен, различен начин, по различен, по различен начин
- διαφορετικός στα βουλγαρικά - различен, различни, различна, различно, друг
- διαφυγή στα βουλγαρικά - теч, бягство, избяга, бягството, бягство от ежедневието, евакуация
- διαφωνία στα βουλγαρικά - довод, обмен, диспут, разногласие, несъгласие, разногласия, несъгласието, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: диференцират, диференцира, диференциране, разграничат, разграничи
Μεταφράσεις: диференцират, диференцира, диференциране, разграничат, разграничи