Διαφοροποιώ στα εσθονικά

Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diferentseerima, eristama, eristuma, eristada, diferentseerida, vahet, eristavad
Διαφοροποιώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ

διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαφοροποιώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαφορετικά στα εσθονικά - teistmoodi, teisiti, erinevalt, erinev
  • διαφορετικός στα εσθονικά - erinevalt, muu, ebatõenäoline, teistsugune, erinev, eri, erinevate, ...
  • διαφυγή στα εσθονικά - leke, põgenemine, põgeneda, põgenemiseks, pingete maandamiseks, põgenemise
  • διαφωνία στα εσθονικά - vaidlema, eriarvamus, argument, väide, muutma, vahetama, mõttevahetus, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: diferentseerima, eristama, eristuma, eristada, diferentseerida, vahet, eristavad