Διαφοροποιώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderscheiden, onderscheid maken, onderscheid, differentiëren, te onderscheiden
Διαφοροποιώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ

διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαφοροποιώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαφορετικά στα ολλανδικά - anders, verschillend, een andere, anders te, andere manier
  • διαφορετικός στα ολλανδικά - anders, verschillend, ander, uiteenlopend, verschillende, andere
  • διαφυγή στα ολλανδικά - lek, ontsnapping, ontsnappen, escape, te ontsnappen
  • διαφωνία στα ολλανδικά - redetwist, dispuut, centrale, twist, twistgesprek, kwestie, disputeren, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderscheiden, onderscheid maken, onderscheid, differentiëren, te onderscheiden