Διαφοροποιώ στα δανικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
differentiere, skelne, sondre, adskille, at differentiere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας δανικά, διαφοροποιώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα δανικά - forskelligt, anderledes, anden, en anden
- διαφορετικός στα δανικά - forskellig, anderledes, forskellige, anden, andet
- διαφυγή στα δανικά - flugt, escape, flygte, undslippe, udslip
- διαφωνία στα δανικά - udveksling, debat, strid, konflikt, skænderi, bytte, argument, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: differentiere, skelne, sondre, adskille, at differentiere
Μεταφράσεις: differentiere, skelne, sondre, adskille, at differentiere