Εισβολή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εισβολή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инвазия, нашествие, нахлуване, инвазията, нахлуването
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολή
εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εισβολή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εισβάλλω στα βουλγαρικά - нахлувам, нахлуе, нападне, нахлуе в, нахлуват
- εισβολέας στα βουλγαρικά - заварчик, хакер, нападател, атакуващият, нападателя, нападателят
- εισιτήριο στα βουλγαρικά - билет, билети, билета, билет за, на билети
- εισπνέω στα βουλγαρικά - вдишвам, вдишвайте, вдишват, се вдишват, вдишайте
Τυχαίες λέξεις
Εισβολή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инвазия, нашествие, нахлуване, инвазията, нахлуването
Μεταφράσεις: инвазия, нашествие, нахлуване, инвазията, нахлуването