Εισβολή στα δανικά

Μετάφραση: εισβολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
invasion, invasionen, krænkelse
Εισβολή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβολή

εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή λεξικό γλώσσας δανικά, εισβολή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εισβάλλω στα δανικά - invadere, invaderer, at invadere, trænge ind, trænge
  • εισβολέας στα δανικά - hacker, angriber, angriberen, hackeren
  • εισιτήριο στα δανικά - billet, billetter, billetten, billetkøb
  • εισπνέω στα δανικά - inhalere, indånde, inhalerer, indånder, indånding
Τυχαίες λέξεις
Εισβολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: invasion, invasionen, krænkelse