Εισβολή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εισβολή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invasão, invalidar, a invasão, invasão de, de invasão, invasão do
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολή
εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εισβολή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εισβάλλω στα πορτογαλικά - invadir, invada, banhar, invadem, invadir a, invadir o, invade
- εισβολέας στα πορτογαλικά - atacante, invasor, intruso, agressor
- εισιτήριο στα πορτογαλικά - rotular, bilhete, tiquetaque, ficha, passagem, ingressos, bilhete de, ...
- εισπνέω στα πορτογαλικά - inalar, inspirar, habitante, aspirar, inala, inspire, inale
Τυχαίες λέξεις
Εισβολή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: invasão, invalidar, a invasão, invasão de, de invasão, invasão do
Μεταφράσεις: invasão, invalidar, a invasão, invasão de, de invasão, invasão do