Εισβολή στα ουκρανικά
Μετάφραση: εισβολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інваріант, вторгнення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολή
εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισβολή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εισβάλλω στα ουκρανικά - непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься
- εισβολέας στα ουκρανικά - рейд, вторгається, вторгатися, наліт, атакуючий, атакувальний, атакує, ...
- εισιτήριο στα ουκρανικά - квиток, об'явлення, білет, ярлик, об'яву, об'ява
- εισπνέω στα ουκρανικά - вдихання, вдихати
Τυχαίες λέξεις
Εισβολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інваріант, вторгнення
Μεταφράσεις: інваріант, вторгнення