Εισβολή στα λιθουανικά
Μετάφραση: εισβολή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
invazija, invazijos, įsiveržimas, invaziją, antplūdis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολή
εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εισβολή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εισβάλλω στα λιθουανικά - įsiveržti, įsiveržti į, įsibrauti, įsibrauti į, užgrobti
- εισβολέας στα λιθουανικά - užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej
- εισιτήριο στα λιθουανικά - bilietas, bilietų, bilietus, bilietą, bilietų įsigijimo
- εισπνέω στα λιθουανικά - įkvėpti, įkvėpkite, inhaliuoti, pti, įkvepiate
Τυχαίες λέξεις
Εισβολή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: invazija, invazijos, įsiveržimas, invaziją, antplūdis
Μεταφράσεις: invazija, invazijos, įsiveržimas, invaziją, antplūdis