Ενεργός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενεργός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
активен, активно, активното, активна, активната
Ενεργός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργός

ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενεργός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενεργοποίηση στα βουλγαρικά - активиране, активация, активирането, активиране на, за активиране
  • ενεργοποιώ στα βουλγαρικά - стимулирам, мотивира, тласък, енергизира, енергизиране
  • ενημέρωση στα βουλγαρικά - инструктаж, актуализиране, осъвременяване, актуализация, обновяване, актуализирането
  • ενθάρρυνση στα βουλγαρικά - насърчаване, поощрение, поощряване, насърчение, насърчаването
Τυχαίες λέξεις
Ενεργός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: активен, активно, активното, активна, активната