Ενεργός στα τούρκικα
Μετάφραση: ενεργός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkin, faal, aktif, aktif bir, etken, olarak aktif
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργός
ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενεργός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ενεργοποίηση στα τούρκικα - etkinleştirme, aktivasyon, aktivasyonu, aktivasyonunun, aktive
- ενεργοποιώ στα τούρκικα - enerji, enerjisini, enerjisini kesin, enerjiyi, enerji vermek
- ενημέρωση στα τούρκικα - güncelleme, güncelleştirme, güncellenmesi, güncelleştirilmesi, güncellemesi
- ενθάρρυνση στα τούρκικα - teşvik, cesaret, teşviki, teşvik edilmesi, bir teşvik
Τυχαίες λέξεις
Ενεργός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: etkin, faal, aktif, aktif bir, etken, olarak aktif
Μεταφράσεις: etkin, faal, aktif, aktif bir, etken, olarak aktif