Ενεργός στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενεργός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
starfsamur, virk, virka, virkt, virkur, virkir
Ενεργός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργός

ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενεργός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενεργοποίηση στα ισλανδικά - virkjun, örvun, virkja, að virkja, virkjunargjald
  • ενεργοποιώ στα ισλανδικά - ræsa, orku
  • ενημέρωση στα ισλανδικά - uppfærslu, uppfæra, uppfærsla, endurnýja, að uppfæra
  • ενθάρρυνση στα ισλανδικά - hvatning, hvatningu, huggun, hvatningu til, hvatning til
Τυχαίες λέξεις
Ενεργός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: starfsamur, virk, virka, virkt, virkur, virkir