Ενσάρκωση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
олицетворение, въплъщение, инкарнация, превъплъщение, въплъщението, прераждане
Ενσάρκωση στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση

ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενσάρκωση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενοχλώ στα βουλγαρικά - неспокойство, безпокоя, притеснява, труда, се притеснява, занимавам
  • ενοχοποιώ στα βουλγαρικά - замесвам, замеси, замеси директно, замесват, впримчвам
  • ενσαρκώνω στα βουλγαρικά - олицетворяха, въплътен, Въплътилия, Въплътилия се, въплътил, въплътеният
  • ενσπείρω στα βουλγαρικά - внедрявам, внуши, се внуши, заложи, вдъхне
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: олицетворение, въплъщение, инкарнация, превъплъщение, въплъщението, прераждане