Ενσάρκωση στα τούρκικα
Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vücut bulma, enkarnasyon, enkarnasyonu, cisimleşme, canlı örnek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση
ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενσάρκωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ενοχλώ στα τούρκικα - sorun, azar, zahmet, rahatsız, bother, uğraşmadı, hiç rahatsız
- ενοχοποιώ στα τούρκικα - bulaştırmak, ima, töhmet, töhmet altında, karıştırmak
- ενσαρκώνω στα τούρκικα - cisimlendirmek, cisimlenmiş, incarnate, enkarnasyonuyuz, enkarne
- ενσπείρω στα τούρκικα - aşılamak, telkin, salmak, aşılamaya, sokmak
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: vücut bulma, enkarnasyon, enkarnasyonu, cisimleşme, canlı örnek
Μεταφράσεις: vücut bulma, enkarnasyon, enkarnasyonu, cisimleşme, canlı örnek