Ενσάρκωση στα τσεχικά
Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
personifikace, inkarnace, vtělení, inkarnací, ztělesnění, inkarnaci
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση
ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας τσεχικά, ενσάρκωση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ενοχλώ στα τσεχικά - obtěžovat, vadit, otravovat, popudit, starost, trápit, znepokojit, ...
- ενοχοποιώ στα τσεχικά - inkriminovat, svědčit, zaplést, obvinit, týkají i, se týkají i, postihují
- ενσαρκώνω στα τσεχικά - vyjádřit, začlenit, zahrnovat, obsahovat, zahrnout, včlenit, vtělit, ...
- ενσπείρω στα τσεχικά - osít, sít, rozsévat, vysít, svině, zasít, vštípit, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: personifikace, inkarnace, vtělení, inkarnací, ztělesnění, inkarnaci
Μεταφράσεις: personifikace, inkarnace, vtělení, inkarnací, ztělesnění, inkarnaci