Ενσάρκωση στα σλοβενικά

Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inkarnacija, utelešenje, inkarnacijo, incarnation, Ovaploćenje
Ενσάρκωση στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση

ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ενσάρκωση στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • ενοχλώ στα σλοβενικά - vadit, zlobi, trápit, trudim, moti, sitnost, motilo, ...
  • ενοχοποιώ στα σλοβενικά - vplesti, implicirajo, Vstopiti, implicira, pomenita
  • ενσαρκώνω στα σλοβενικά - učlovečena, utelesil, učlovečeni, incarnate, inkarniran
  • ενσπείρω στα σλοβενικά - sít, sejati, vcepi, vcepiti, navdaja, vnesla, navdaja z
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: inkarnacija, utelešenje, inkarnacijo, incarnation, Ovaploćenje