Ενσάρκωση στα πολωνικά

Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uosobienie, wcielenie, inkarnacja, inkarnacją, wcieleniem, inkarnacji
Ενσάρκωση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση

ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενσάρκωση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενοχλώ στα πολωνικά - kłopot, dokuczanie, dokuczać, dręczenie, molestowanie, jątrzyć, denerwować, ...
  • ενοχοποιώ στα πολωνικά - inkryminować, zarzucać, dyskryminować, obwiniać, wplątać, wciągać, implikacje, ...
  • ενσαρκώνω στα πολωνικά - wcielać, uwzględniać, ucieleśniać, wyrażać, włączać, łączyć, wbudować, ...
  • ενσπείρω στα πολωνικά - świnia, maciora, obsiewać, piła, siać, locha, obsiać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: uosobienie, wcielenie, inkarnacja, inkarnacją, wcieleniem, inkarnacji