Ενσάρκωση στα ισπανικά

Μετάφραση: ενσάρκωση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personificación, encarnación, la encarnación, reencarnación, encarnación de
Ενσάρκωση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσάρκωση

ενσάρκωση συνώνυμα, ενσάρκωση λεξικό γλώσσας ισπανικά, ενσάρκωση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ενοχλώ στα ισπανικά - fastidiar, exasperar, trastornar, incomodar, moler, enojar, enconar, ...
  • ενοχοποιώ στα ισπανικά - incriminar, acriminar, implicar, implicar a, implicaría, involucrar, implicará
  • ενσαρκώνω στα ισπανικά - encarnar, personificar, encarnado, encarnada, encarnó, encarnación, encarnarse
  • ενσπείρω στα ισπανικά - puerca, cochina, cerda, sembrar, instilar, inculcar, infundir, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενσάρκωση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: personificación, encarnación, la encarnación, reencarnación, encarnación de