Ενστικτώδης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης
ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενστικτώδης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενσταλάζω στα βουλγαρικά - кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира
- ενστικτωδώς στα βουλγαρικά - инстинктивно, инстинктивно се, инстинкт, неволно
- ενσωματώνω στα βουλγαρικά - олицетворяха, въплъщавам, въплъщават, олицетворява, въплъти, въплъщава
- εντάσσω στα βουλγαρικά - I, аз, съм, да, че
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
Μεταφράσεις: инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното