Ενστικτώδης στα φινλανδικά
Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης
ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ενστικτώδης στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ενσταλάζω στα φινλανδικά - valaa, hautua, infuse, infusoi, infusoida
- ενστικτωδώς στα φινλανδικά - vaistomaisesti, vaistonvaraisesti
- ενσωματώνω στα φινλανδικά - ilmentää, yhdistynyt, kiinnittää, perustaa, yhdistää, yhdentää, upottaa, ...
- εντάσσω στα φινλανδικά - värvätä, värväytyä, I, Olen, minä, en, minun
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista
Μεταφράσεις: vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista