Ενστικτώδης στα ουκρανικά
Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інстинкт, інстинктивний, інстинктивні
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης
ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενστικτώδης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ενσταλάζω στα ουκρανικά - порушення, підбурювачі, зазіхання, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, ...
- ενστικτωδώς στα ουκρανικά - інстинктивний, інстинктивно
- ενσωματώνω στα ουκρανικά - нерозмінний, зображати, вставляти, втільте, уособлювати, занурити, неконвертований, ...
- εντάσσω στα ουκρανικά - реєструйте, залучити, вступати, зареєструвати, реєструвати, вербувати, залучати, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інстинкт, інстинктивний, інстинктивні
Μεταφράσεις: інстинкт, інстинктивний, інстинктивні