Ενστικτώδης στα πολωνικά

Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
instynktowy, instynktowny, instynktowne, instynktowna, instynktowną, instynktownym
Ενστικτώδης στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης

ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενστικτώδης στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενσταλάζω στα πολωνικά - natchnąć, wsączać, wkraplać, zakraplać, przenikać, parzyć, zaparzać, ...
  • ενστικτωδώς στα πολωνικά - odruchowo, instynktownie, machinalnie, się instynktownie
  • ενσωματώνω στα πολωνικά - wcielać, uosabiać, wbudować, wyrażać, osadzić, obejmować, łączyć, ...
  • εντάσσω στα πολωνικά - zaokrętować, zapisywać, rejestrować, werbować, zaciągać, zwerbować, angażować, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: instynktowy, instynktowny, instynktowne, instynktowna, instynktowną, instynktownym