Ενστικτώδης στα γερμανικά

Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, instinktmäßig, instinktive, instinktiven, instinktives, Instinkt
Ενστικτώδης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης

ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενστικτώδης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενσταλάζω στα γερμανικά - ziehen, einflößen, Infusion, infundieren, ziehen lassen
  • ενστικτωδώς στα γερμανικά - instinktive, instinktiv, unwillkürlich, Instinkt, sich instinktiv
  • ενσωματώνω στα γερμανικά - enthalten, verkörpern, verkörpert, zu verkörpern, auszubilden
  • εντάσσω στα γερμανικά - I, ich
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: instinktiv, instinktmäßig, instinktive, instinktiven, instinktives, Instinkt