Ενστικτώδης στα δανικά
Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, instinktive, instinktivt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης
ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας δανικά, ενστικτώδης στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενσταλάζω στα δανικά - indgyde, tilføre, infusion, infusion af, gennemtrænge
- ενστικτωδώς στα δανικά - instinktivt, uvilkårligt, instinktmæssigt
- ενσωματώνω στα δανικά - indeholde, rumme, legemliggøre, repræsenterer, inkarnere, legemliggør, rummer
- εντάσσω στα δανικά - I indbefatter, I omfatter, jeg medtage, jeg inkludere, medtager jeg
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: instinktiv, instinktive, instinktivt
Μεταφράσεις: instinktiv, instinktive, instinktivt