Ενστικτώδης στα εσθονικά

Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
instinktiivne, vaistlik, instinktiivselt, instinktiivsed, instinktiivsel
Ενστικτώδης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης

ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενστικτώδης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενσταλάζω στα εσθονικά - ligunema, infundeerimiseks, infundeerida, infundeerige, tõmbama
  • ενστικτωδώς στα εσθονικά - vaistlikult, instinktiivselt
  • ενσωματώνω στα εσθονικά - ühendama, väljendama, hõlmama, kehastama, sisaldama, kehastavad, väljendavad, ...
  • εντάσσω στα εσθονικά - munsterdama, registreerima, värbama, ma, I, Mul, mu, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: instinktiivne, vaistlik, instinktiivselt, instinktiivsed, instinktiivsel