Ενστικτώδης στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ενστικτώδης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инстинктивно, инстинктивна, инстинктивни, инстинктивен, инстиктивно
Ενστικτώδης στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενστικτώδης

ενστικτώδης συμπεριφορά, ενστικτώδης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενστικτώδης στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ενσταλάζω στα σλαβομακεδονικά - кисна, инспирирање, да кисна, инспирирање на, преливам
  • ενστικτωδώς στα σλαβομακεδονικά - инстинктивно, инстиктивно, инстинктивно се, инстинктивно ги, инстинктивно го
  • ενσωματώνω στα σλαβομακεδονικά - отелотворуваат, внесат, отелотвори, отелотворение, го внесат
  • εντάσσω στα σλαβομακεδονικά - јас вклучуваат, ги вклучувам, се вклучувам, се вклучувам и
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτώδης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: инстинктивно, инстинктивна, инстинктивни, инстинктивен, инстиктивно