Εντολοδόχος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εντολοδόχος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
представител, представителна, представителен, представителни, представител на
Εντολοδόχος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντολοδόχος

εντολοδόχος αγγλικά, εντολοδόχος υπεξαίρεση, εντολοδόχος συνωνυμα, εντολοδόχος λεξικο, εντολοδόχος σημασια, εντολοδόχος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εντολοδόχος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εντοιχισμένος στα βουλγαρικά - вграждане, Монтиране наравно с повърхността, идеално вградени, за вграждане, и идеално вградени
  • εντολή στα βουλγαρικά - постановление, предписание, клуб, мандат, орден, команда, командния, ...
  • εντομή στα βουλγαρικά - рязване, врязване, разрез, разрязване, инцизия
  • εντομοκτόνο στα βουλγαρικά - инсектицид, инсектициди, инсектицидно, инсектицид.ЧАСТ
Τυχαίες λέξεις
Εντολοδόχος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: представител, представителна, представителен, представителни, представител на