Εντολοδόχος στα λιθουανικά
Μετάφραση: εντολοδόχος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atstovas, atvaizduoja, atstovo, atstovą, atstovui
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντολοδόχος
εντολοδόχος αγγλικά, εντολοδόχος υπεξαίρεση, εντολοδόχος συνωνυμα, εντολοδόχος λεξικο, εντολοδόχος σημασια, εντολοδόχος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εντολοδόχος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εντοιχισμένος στα λιθουανικά - įleistiniai, + Įleistiniai
- εντολή στα λιθουανικά - vertinti, rūšis, komanda, tvarka, klubas, įsakas, rangas, ...
- εντομή στα λιθουανικά - pjūvis, įpjovimas, incizija, įpjova, rėžis
- εντομοκτόνο στα λιθουανικά - insekticidas, dezinsekcija, insekticidais
Τυχαίες λέξεις
Εντολοδόχος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atstovas, atvaizduoja, atstovo, atstovą, atstovui
Μεταφράσεις: atstovas, atvaizduoja, atstovo, atstovą, atstovui