Εντολοδόχος στα εσθονικά
Μετάφραση: εντολοδόχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esindaja, esindajale, tüüpiline, tüüpilised
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντολοδόχος
εντολοδόχος αγγλικά, εντολοδόχος υπεξαίρεση, εντολοδόχος συνωνυμα, εντολοδόχος λεξικο, εντολοδόχος σημασια, εντολοδόχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εντολοδόχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εντοιχισμένος στα εσθονικά - sobitatud, kohaldatud, süvipaigaldus, Seina sisse paigaldatav, süvispaigaldusega
- εντολή στα εσθονικά - käsutama, tellimus, ordu, juhtima, kord, käsk, käsu, ...
- εντομή στα εσθονικά - lõikus, lõbu, nauding, sälk, rutiin, sisselõike, sisselõige, ...
- εντομοκτόνο στα εσθονικά - insektitsiid, putukamürk, insektitsiidi, insektitsiidina, insektitsiidiga
Τυχαίες λέξεις
Εντολοδόχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: esindaja, esindajale, tüüpiline, tüüpilised
Μεταφράσεις: esindaja, esindajale, tüüpiline, tüüpilised