Εντολοδόχος στα ισλανδικά
Μετάφραση: εντολοδόχος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fulltrúi, fulltrúa, dæmigert, dæmigerð, dæmigert fyrir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντολοδόχος
εντολοδόχος αγγλικά, εντολοδόχος υπεξαίρεση, εντολοδόχος συνωνυμα, εντολοδόχος λεξικο, εντολοδόχος σημασια, εντολοδόχος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εντολοδόχος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εντοιχισμένος στα ισλανδικά - innfelldu, innfelldri, Innfelld, innfellda, innfelldar
- εντολή στα ισλανδικά - skipan, fyrirskipa, ráða, fyrirskipun, stjórn, skipun, skipunina, ...
- εντομή στα ισλανδικά - skurður, rista, skurðinn, skurðinum, skurðstað
- εντομοκτόνο στα ισλανδικά - skordýraeitur, skordýraeitri
Τυχαίες λέξεις
Εντολοδόχος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fulltrúi, fulltrúa, dæmigert, dæmigerð, dæmigert fyrir
Μεταφράσεις: fulltrúi, fulltrúa, dæmigert, dæmigerð, dæmigert fyrir