Εντολοδόχος στα δανικά

Μετάφραση: εντολοδόχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
repræsentativ, repræsentative, repræsentativt, repræsentant, repræsenterer
Εντολοδόχος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντολοδόχος

εντολοδόχος αγγλικά, εντολοδόχος υπεξαίρεση, εντολοδόχος συνωνυμα, εντολοδόχος λεξικο, εντολοδόχος σημασια, εντολοδόχος λεξικό γλώσσας δανικά, εντολοδόχος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εντοιχισμένος στα δανικά - indbygning, Indbygget, planforsænket, planforsænkede, Det flushmonterede
  • εντολή στα δανικά - bestilling, ordning, dekret, styre, orden, beherske, befaling, ...
  • εντομή στα δανικά - indsnit, snit, incision, snittet, indsnittet
  • εντομοκτόνο στα δανικά - insekticid, insektmiddel, insekticidet, insekticid.DEL, insektmidlet
Τυχαίες λέξεις
Εντολοδόχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: repræsentativ, repræsentative, repræsentativt, repræsentant, repræsenterer