Επίθετο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επίθετο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фамилия, прилагателно, прилагателното, прилагателни, прилагателен
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθετο
επίθετο ενεργός, επίθετο πολύς ασκήσεις, επίθετο στα αγγλικά, επίθετο πολύς-πολλή-πολύ, επίθετο γραμματική, επίθετο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επίθετο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επίδραση στα βουλγαρικά - удар, ефект, сила, действие, въздействие, считано
- επίθεση στα βουλγαρικά - атака, нападение, пристъп, удар, атаката
- επίκαιρος στα βουλγαρικά - актуален, локален, достъпна, е достъпна, локално
- επίκληση στα βουλγαρικά - призоваване, призив, извикване, извикване на, извикването
Τυχαίες λέξεις
Επίθετο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: фамилия, прилагателно, прилагателното, прилагателни, прилагателен
Μεταφράσεις: фамилия, прилагателно, прилагателното, прилагателни, прилагателен